επωάζω

επωάζω
(AM ἐπῳάζω)
1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα τού σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.)
2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που εξασφαλίζονται συνθήκες θερμοκρασίας κατάλληλες για εκκόλαψη
3. τοποθετώ αβγά στον ήλιο ή σε κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας για να εκκολαφθούν
νεοελλ.
1. προετοιμάζω κάτι κρυφά επί αρκετό χρονικό διάστημα
2. παθ. επωάζομαι
(για παθογόνους παράγοντες) εισέρχομαι στον οργανισμό και αναπτύσσομαι ή πολλαπλασιάζομαι ώσπου να εκδηλωθούν τα πρώτα χαρακτηριστικά συμπτώματα τής νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ῳάζω (< ῳόν + -άζω), ρ. που απαντά μόνο εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επωάζω — επώασα, επωάστηκα, επωασμένος, μτβ. και αμτβ. 1. (για πουλιά), κάθομαι πάνω στα αβγά και τα ζεσταίνω για εκκόλαψη, κλωσώ, γονεύω. 2. το παθ., επωάζομαι εκκολάπτομαι: Τα αβγά των κροκοδείλων επωάζονται από μόνα τους. 3. μτφ., εξυφαίνω στα κρυφά,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπῳάζῃ — ἐπῳάζω sit pres subj mp 2nd sg ἐπῳάζω sit pres ind mp 2nd sg ἐπῳάζω sit pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωιάζουσι — ἐπῳάζω sit pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπῳάζω sit pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳαζόντων — ἐπῳάζω sit pres part act masc/neut gen pl ἐπῳάζω sit pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳάζει — ἐπῳάζω sit pres ind mp 2nd sg ἐπῳάζω sit pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳάζον — ἐπῳάζω sit pres part act masc voc sg ἐπῳάζω sit pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳάζουσι — ἐπῳάζω sit pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπῳάζω sit pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳάζουσιν — ἐπῳάζω sit pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπῳάζω sit pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳαζουσῶν — ἐπῳάζω sit pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπῳαζούσης — ἐπῳάζω sit pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”